- Δελφικῆς
- ΔελφικόςDelphifem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
DELPHICAE Mensae et Delphicae simpliciter — Lat. Graec. Δελφίδες τράπεζαι: quod imitarentur figuram τῆς δελφίδος seu τῆς δελφικῆς, seu, ut recentiores Graeci dixêrunt, τȏυ δέλφικος τȏυ Α᾿πόλλωνος, tripodis Apollonis, qui Delphis erat, sic dictae sunt. Itaque rotundae facturâ erant,… … Hofmann J. Lexicon universale
ελλαδάρχης — ἑλλαδάρχης, ο (Α) 1. ο πρόεδρος τού κοινού τών Αχαιών που είχε συνήθως το αξίωμα τού πρώτου από τους ιερείς 2. αξιωματούχος τής δελφικής αμφικτιονίας κατά τη ρωμαϊκή εποχή 3. αξιωματούχος τής ελληνικής κοινότητας στη Γαλατία τής Μικρός Ασίας … Dictionary of Greek
εχθός — ἐχθός (Α) επίρρ. εκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. (λοκρικής, δελφικής διαλέκτου) τού εκτός (< εξ + επιρρ. κατάλ. τος), πρβλ. εν τός, λατ. in tus] … Dictionary of Greek
Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… … Dictionary of Greek
Αλευάδαι/-ες — Η πιο φημισμένη στην αρχαιότητα ηγεμονική οικογένεια της Θεσσαλίας, που θεωρούσε γενάρχη της τον εγγονό του Ηρακλή, Αλεύα. Αυτόν ακριβώς ανέφεραν τόσο ο ιστορικός Ελλάνικος όσο και ο Αριστοτέλης (σε έργα του που δεν διασώθηκαν) ως θεμελιωτή της… … Dictionary of Greek
Ρέθυμνο — Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι,… … Dictionary of Greek
Σικελιανός, Άγγελος — Έλληνας ποιητής (Λευκάδα 1884 Αθήνα 1951). Μετά το γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα (1900) για να σπουδάσει νομικά, εγκατάλειψε όμως γρήγορα τα σχέδιά του, γιατί τον κέρδισε η ποίηση. Μελέτησε με πάθος τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, ιδιαίτερα τους… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek